προκρίματος

προκρίματος
предубеждения

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προκρίματος" в других словарях:

  • προκρίματος — πρόκριμα prejudgement neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»